βαρώ

βαρώ
(-άω και -έω) (AM βαρῶ, -έω, Μ και -άω)
1. πιέζω με το βάρος μου
2. ενοχλώ, λυπώ
μσν.- νεοελλ.
1. χτυπώ, πλήττω
2. σημαίνω, χτυπώ («βαρούν τις καμπάνες», «βαράει η καμπάνα»)
3. έχω βάρος, ζυγίζω
4. φρ. «βαράω λουμπάρδα, τουφεκιές» — πυροβολώ
νεοελλ.
1. χτυπώ, τραυματίζομαι («βάρεσα το πόδι» ή «βάρεσα το πόδι μου»)
2. (για ποτό) «βαράει στο κεφάλι» — μεθάει, φέρνει ζάλη
αρχ.-μσν.
1. (για χρέος) επιβαρύνω
2. «βαροῡμαι» — δυσανασχετώ
νεοελλ.
(μτχ. θηλ.) βαρούμενη και βαρεμένη
η έγκυος
αρχ.
φρ. «οἴνῳ βεβαρηὼς» ή «...βεβαρημένος» — βαρύς απ' το πιοτό, μεθυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ρ. βαρώ είναι μτγν. και προήλθε από την ομηρική μτχ. βεβαρηώς, που απαντά στις φρ. «οίνῳ βεβαρηότες» και «...βεβαρηότα» (γ 139, τ 122), αναλελυμένη μορφή του συνθ. οινοβαρής < οίνος + -βαρής < βάρος. Από το αρχ. βαρώ προέκυψε το νεοελλ. βαρώ, με διαφορετική όμως σημασία. Η σημασιολογική εξέλιξη του ρήματος από «επιβαρύνω, πιέζω» και «χτυπώ» ξεκινά από το θηλ. βαρεία του επίθ. βαρύς, το οποίο ουσιαστικοποιήθηκε (βαρεία > βαρέα > βαριά) και κατέληξε να σημαίνει «σφυρί», που χρησιμοποιείται όχι μόνο για την πίεση κάποιου αντικειμένου, αλλά και για τον θρυμματισμό του πάγου, τη θραύση της πέτρας κ.ά., άρα αυτό με το οποίο κανείς χτυπά. Αργότερα και λόγω της ετυμολογικής και μορφολογικής σχέσεώς τους η σημασία του ουσιαστικού επεκτάθηκε και στο ρήμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βαρώ — εσα, βαρεμένος 1. χτυπώ κάποιον δυνατά, τον δέρνω: Μη βαράς το παιδί! 2. πυροβολώ και πληγώνω κάποιον ή τον σκοτώνω: Βάρεσε δύο πάπιες στο κυνήγι. 3. σημαίνω, ηχώ: Βάρεσε συναγερμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαρῶ — βαρέω weigh down pres subj act 1st sg (attic epic doric) βαρέω weigh down pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιβαρώ — βαρώ δυνατά, χτυπώ με ορμή («ο ταύρος... με τα κέρατα αντιβάρει» Δ. Σολωμός) …   Dictionary of Greek

  • ναυβαρώ — ναυβαρῶ, έω (Α) φορτώνω πλοίο υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + βαρῶ (< βαρής < βάρος), πρβλ. ισο βαρώ] …   Dictionary of Greek

  • υλοβαρώ — έω, Μ επιβαρύνω με ακάθαρτη ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + βαρῶ (< βαρής < βάρος), πρβλ. οἰνο βαρῶ] …   Dictionary of Greek

  • αβάρετος — (I) η, ο 1. ο πάντοτε πρόθυμος για εργασία, ακούραστος, ακαταπόνητος 2. αυτός που δεν γίνεται ενοχλητικός, βάρος στον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + βαρετός]. (II) και ητος, η, ο 1. αχτύπητος, άδαρτος 2. αλάβωτος, ατραυμάτιστος 3. «γάλα αβάρετο» …   Dictionary of Greek

  • ανεπιβάρητος — και ανεπιβάρυντος, η, ο (Α ἀνεπιβάρητος, ον) αυτός που δεν επιβαρύνεται με οικονομικές οφειλές νεοελλ. όποιος δεν επιβαρύνει τους άλλους, δεν τους δημιουργεί προβλήματα και υποχρεώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επιβαρύνω. Η γραφή με η είναι η… …   Dictionary of Greek

  • βάρεμα — το (Α βάρημα, Μ βάρεμα) βάρος, φορτίο μσν. νεοελλ. 1. ενόχληση, δυσφορία 2. επιβάρυνση, φόρος αρχ. νεοελλ. χτύπημα, πλήγμα νεοελλ. 1. τραύμα 2. η ώρα που βαράει, που ανατέλλει ο ήλιος μσν. στον πληθ. οι αποσκευές. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βάρεμα < αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • βαρεμένος — (I) η, ο βλ. βαραίνω. (II) η, ο βλ. βαρώ …   Dictionary of Greek

  • βαρεσιά — η [βαρώ] 1. χτύπημα, τραύμα 2. οκνηρία, τεμπελιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”